ἀναγώνιστος

ἀναγώνιστος
ἀναγώνιστος
without contest
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναγώνιστος — ἀναγώνιστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αγωνίστηκε 2. (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε ποτέ για βραβείο 3. αυτός που δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για να επιτύχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀγωνίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀναγώνιστον — ἀναγώνιστος without contest masc/fem acc sg ἀναγώνιστος without contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγώνιστοι — ἀναγώνιστος without contest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”